- Θεοδότην
- Θεοδότηfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαχλώ — μαχλῶ, άω (ΑM) [μάχλος] είμαι μάχλος, αισχρός, ακόλαστος («Θεοδότην τὴν μαχλῶσαν», Στουδ. Θεόδ.) … Dictionary of Greek